Στέφανος Μυτιληναίος
Oι Έλληνες είναι αυτόχθονες και απευθείας απόγονοι των
Πελασγών. Παραθέτουμε τα αρχαία αποσπάσματα τα οποία αναφέρονται στην
ελληνική αυτοχθονία και στην πελασγική καταγωγή:
«Γιατί εμείς που κατοικούμε σ’ αυτή την πόλη, δεν διώξαμε από δω τους κατοίκους ούτε τη βρήκαμε έρημη ούτε συγκεντρωθήκαμε πολλών εθνών μιγάδες και ήρθαμε να την καταλάβουμε. Η καταγωγή μας είναι τόσο καλή και γνήσια, ώστε η ίδια η γη, στην οποία γεννηθήκαμε, βρίσκεται στην κατοχή μας χωρίς καμία διακοπή. Εμείς είμαστε αυτόχθονες και μπορούμε να ονομάσουμε την πόλη με τα ίδια ονόματα που δίνει κανείς στους πλησιέστερους συγγενείς του. Μόνο εμείς απ’ όλους τους Έλληνες έχουμε το δικαίωμα να την αποκαλούμε τροφό, πατρίδα και μητέρα» (Ισοκράτης, «Πανηγυρικός», 24-25).
«Όσο για την αρχαιότητα του γένους, όχι μόνο οι Έλληνες αλλά και πολλοί βάρβαροι θεωρούν τους εαυτούς τους αυτόχθονες…» (Διόδωρος ο Σικελιώτης, «Ιστορική Βιβλιοθήκη», Α΄, 9. 3).
«Ποιος άλλος έχει πει για την πατρίδα του τόσο ωραίο εγκώμιο όσο ο Ευριπίδης :
Στ’ αλήθεια, λαός που δεν ήρθε απ’ αλλού,
αλλά γεννηθήκαμε αυτόχθονες» (Πλούταρχος, «Περί Φυγής», 604D-E, 13).
«Του Θησέα το πατρικό γένος φτάνει ως τον Ερεχθέα και τους πρώτους αυτόχθονες» (Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι, Θησεύς», 3.).
«…παραλαμβάνοντας (η θεά Αθηνά) το σπέρμα σας από τη Γη και τον Ήφαιστο… (…) Όλη αυτήν την τάξη και την οργάνωση την έδωσε η θεά αρχικά σ’ εσάς, όταν ίδρυσε την πόλη σας. Επέλεξε τον συγκεκριμένο τόπο όπου γεννηθήκατε, επειδή προέβλεψε ότι το εύκρατο κλίμα του θα επιδράσει θετικά στη σωφροσύνη των ανθρώπων. Η θεά ήταν φίλη του πολέμου και της σοφίας. επέλεξε επομένως τον τόπο που θα γεννούσε ανθρώπους παρόμοιους με αυτήν και ίδρυσε την πρώτη της πόλη» (Πλάτων, «Τίμαιος», 23e & 24c).
«Από την Νιόβη δε και τον Δία (αυτή είναι η πρώτη θνητή γυναίκα με την οποία συνουσιάσθηκε ο Ζευς) γεννήθηκε ένα παιδί, ο Άργος, καθώς δε λέει ο Ακουσίλαος, και ο Πελασγός, από τον οποίο ονομάσθηκαν Πελασγοί οι κατοικούντες την Πελοπόννησο. Ο Ησίοδος όμως λέει ότι ο Πελασγός ήταν αυτόχθων (γεννήθηκε από τη γη)» (Απολλόδωρος, «Μυθολογία», II. 2, 3).
«Ην γαρ και το των Πελασγών γένος Ελληνικόν εκ Πελοποννήσου το αρχαίον, και τον Πελασγόν αυτόχθονα λέγων» (Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς. «Ρωμαϊκή Αρχαιολογία» Ι 17).
Επίσης ο Οβίδιος, Λατίνος ποιητής, αναφερόμενος στα γεγονότα του Τρωικού πολέμου, ταυτίζει συνεχώς τους Πελασγούς με τους Έλληνες:
«Χίλια πλοία τον ακολούθησαν και κάθε φυλή των Πελασγών μαζί, δεμένοι με όρκο σε κοινή εκστρατεία» («Μεταμορφώσεις», Βιβλίο XII, στίχος 7).
«Ήδη ο τρόμος όλων των Φρυγών, στολίδι και προστάτης του έθνους των Πελασγών, ο Αιακίδης, ο αξεπέραστος στη μάχη…» («Μεταμορφώσεις», Βιβλίο XII, στίχος 611).
«Και τι το αναφέρει αυτό, όταν λέει πως για τον πελασγικό το στόλο σήκωσε τα όπλα ενάντια σε Τρώες και το Δία;» («Μεταμορφώσεις», Βιβλίο XIII, στίχος 268).
Αλλά και ο Όμηρος βάζει τον Έλληνα Αχιλλέα στην «Ιλιάδα» (Π 233-234) να αναφωνεί ορκιζόμενος στο όνομα του Δία:
«Ζευ άνα Δωδωναίε Πελασγικέ».
Και ο Θουκυδίδης θεωρεί τους Έλληνες απογόνους των Πελασγών:
«Προ των Τρωικών δηλαδή δεν φαίνεται να επεχείρησε τίποτα ενωμένη η Ελλάς. φρονώ δε ότι δεν είχε ακόμη και το όνομα αυτό ολόκληρη η χώρα, αλλά προ των χρόνων του Έλληνα του υιού του Δευκαλίωνα δεν υπήρχε καθόλου η ονομασία αυτή και έδιναν στην χώρα κατά τόπους το όνομα τους οι διάφοροι λαοί, στα περισσότερα δε μέρη οι Πελασγοί. Όταν δε ο Έλληνας και τα παιδιά του έγιναν ισχυροί εις την Φθιώτιδα και τους προσκαλούσαν στις άλλες πόλεις ως βοηθούς, τότε πλέον και οι άλλοι λαοί, καθένας χωριστά, άρχισαν να ονομάζονται Έλληνες λόγω της συχνότερης συναναστροφής με αυτούς, αλλά το όνομα αυτό επί πολύ ασφαλώς χρόνο δεν είχε τη δύναμη να επικρατήσει σε όλους. Αποδεικνύει δε τούτο προ πάντων ο Όμηρος, διότι, αν και υπήρξε μεταγενέστερος και από τα Τρωικά ακόμη, πουθενά δεν μεταχειρίσθηκε το όνομα Έλληνες για όλους όσους εκστράτευσαν ούτε για άλλους, παρά μόνο για τους στρατιώτες του Αχιλλέα που είχαν έλθει από την Φθιώτιδα, οι οποίοι βεβαίως και ήταν οι πρώτοι Έλληνες…» (Θουκυδίδης, «Πελοποννησιακός πόλεμος», Α΄, 3).
Ο Στράβων, ταυτίζει τους Έλληνες με τους Πελασγούς, τους Δαναούς και τους Αργείους:
«Νομίζω ότι η δόξα της πόλης είναι που προετοίμασε να ονομάζονται από αυτήν (δηλαδή από το Άργος, Αργείτες) οι Πελασγιώτες, οι Δαναοί, και οι Αργείοι και οι άλλοι Έλληνες» («Γεωγραφικά», Η΄, VI, 8).
Τα παραπάνω αποσπάσματα θεωρούμε ότι είναι υπεραρκετά για να αποδείξουν ότι οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς θεωρούσαν τους εαυτούς τους αυτόχθονες και φυλετική εξέλιξη των Πελασγών.
Τα καταστροφικά γεγονότα του κατακλυσμού, πέρα από τις μεγάλες δυστυχίες που προξένησαν στους ανθρώπους, προκάλεσαν και κοινωνικές αλλαγές που έφεραν ρήγμα στους πελασγικούς φυλετικούς δεσμούς. Οι γιοι του επιζήσαντα βασιλιά της Φθιώτιδας Δευκαλίωνα, Έλληνας και Αμφικτύωνας, φαίνεται ότι αποσχίστηκαν από την πληγμένη Πελασγική ομοφυλία.
Ο Έλληνας ανέλαβε να δημιουργήσει ένα νέο έθνος από τα λείψανα του παλιού, ενώ ο Αμφικτύων ασχολήθηκε με την πολιτική οργάνωση του εγχειρήματος. Γι’ αυτό εξάλλου και από τότε, όλες οι ομοσπονδίες μεταξύ των Ελλήνων ονομάζονται Αμφικτιονίες. Ότι ο Έλληνας και οι δικοί του αποσχίστηκαν από την Πελασγική ομοφυλία φαίνεται και από την παρακάτω αναφορά του Ηροδότου:
«Πιστεύω ότι το ελληνικό έθνος μιλούσε πάντα τη γλώσσα που μιλάει σήμερα. Στην αρχή, όταν αποσχίστηκε από τους Πελασγούς, ήταν μικρό και αδύναμο, αλλά η δύναμη του αυξήθηκε όταν προσχώρησαν άλλα έθνη, όπως οι Πελασγοί…» (Ηρόδοτος Α΄, 58).
Ο Έλληνας και όσοι Πελασγοί τον ακολούθησαν δεν ήταν εξαρχής αρκετά ισχυροί ώστε να επιβληθούν στους υπόλοιπους ομόφυλους τους. Η ελληνική πελασγική φυλή άρχισε να δυναμώνει αργότερα όταν και άλλοι Πελασγοί ενώθηκαν μαζί τους. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς λέει πως ο Έλλην με μια πολεμική ομάδα αποτελούμενη από Πελασγούς Κουρήτες και Λέλεγες, τους οποίους ο Αριστοτέλης δέχεται ως παλιούς κατοίκους της περί τον Αχελώο χώρας, εδραίωσε την κυριαρχία του στη Θεσσαλία. Οι γιοι του Έλληνα, Δώρος, Ξούθος και Αίολος ήταν εκείνοι που ανέλαβαν να ολοκληρώσουν το πατρικό σχέδιο. Εκείνη την εποχή ο μόνος τόπος που ονομαζόταν Ελλάς ήταν η πόλη Ελλάς στην Φθία της Θεσσαλίας:
«Αυτοί που θεωρούν ότι μιλάμε για πόλη, οι κάτοικοι των Φαρσάλων, δείχνουν στα εξήντα στάδια από την πόλη τους μια ερειπωμένη πόλη που πιστεύουν ότι είναι η Ελλάς με δύο κρήνες κοντά, τη Μεσσηίδα και την Υπέρεια. Οι Μελιταιείς πάλι, μακριά από τον οικισμό τους κάπου δέκα στάδια λένε ότι χτίστηκε η Ελλάς μετά τον Ενιπέα, τότε που η πόλη τους λεγόταν Πύρρα, ενώ από την Ελλάδα που βρισκόταν στα πεδινά ήρθαν οι Έλληνες και έμειναν στην κώμη τους. Απόδειξη έχουν στην αγορά τους τον τάφο του Έλληνα, γιο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας» (Στράβων, «Γεωγραφικά», Θ΄, V, 6).
Στην πορεία του χρόνου οι κάτοικοι της πόλης Ελλάδας άρχισαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους και στη γύρω περιοχή. Στα χρόνια του τρωικού πολέμου, η Ελλάς είχε τα παρακάτω σύνορα, τα οποία ορίζει ο Στράβων στηριζόμενος στον Όμηρο:
«Όσο για το Πελασγικό Άργος, δέχονται ότι κάποτε ήταν θεσσαλική πόλη χτισμένη κοντά στη Λάρισα. Σήμερα δεν υπάρχει. Άλλοι πάλι δεν τη θεωρούν πόλη, αλλά πιστεύουν ότι εννοεί την ίδια τη θεσσαλική πεδιάδα που λέγεται έτσι, επειδή την ονόμασε ο Άβας, που ήρθε και έζησε εδώ από το Άργος. Για τη Φθία, μερικοί νομίζουν ότι είναι η ίδια χώρα με την Ελλάδα και την Αχαΐα. Αυτές αποτελούν το άλλο, το νότιο, από τα δύο μέρη στα οποία ήταν χωρισμένη η Θεσσαλία. Φαίνεται πάντως ότι ο ποιητής θεωρούσε δύο χώρες τη Φθία και την Ελλάδα, αφού λέει:
»Κατοικούσαν Φθία και Ελλάδα.
»Πρόκειται για δύο όταν λέει:
»Κι έπειτα, από την ευρύχωρη Ελλάδα,
έφτασα στη Φθία.
»Καθώς και ότι:
»Πολλές γυναίκες της Αχαΐας βρίσκονται σε Ελλάδα και Φθία.
»Εδώ ο ποιητής εννοεί δύο, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο αν εννοεί πόλεις ή χώρες. Οι μεταγενέστεροι μιλώντας για την Ελλάδα ως χώρα λένε πως εκτείνεται από την Παλαιοφάρσαλο στις Φθιώτιδες Θήβες. (Στην περιοχή βρίσκεται το Θετίδειο ότι κι αυτό το μέρος της πρόκειται για χώρα του Αχιλλέα)» (Στράβων, «Γεωγραφικά», V, 6).
Στις γενιές που ακολούθησαν οι απόγονοι του Έλληνα έγιναν ιδιαίτερα επιθετικοί και επεκτατικοί. Όσοι δε Πελασγοί βρίσκονταν πλέον υπό την κυριαρχία τους έπαιρναν τα ονόματα των φατριών υπό των οποίων υπάγονταν. Έτσι, έχουμε:
Δωριείς, όσοι ακολουθούσαν τους απογόνους του Δώρου, Αιολείς, όσοι ακολούθησαν και όσοι υπάχθηκαν στην φατρία του Αιόλου και Ίωνες και Αχαιοί αντίστοιχα από τους γιους του Ξούθου, Ίωνα και Αχαιό. Ο Ηρόδοτος επιβεβαιώνει τον συλλογισμό μας και αναφέρει χαρακτηριστικά για τους Ίωνες και τους Αιολείς:
«Αυτοί οι Ίωνες, όσο καιρό κατοικούσαν στην Πελοπόννησο, την περιοχή που σήμερα ονομάζεται Αχαΐα, πριν ακόμα πάνε εκεί ο Δαναός και ο Ξούθος, ονομάζονταν Πελασγοί Αιγιαλείς, σύμφωνα με τα λεγόμενα των Ελλήνων, οι οποίοι, όμως, αναγκάστηκαν να αλλάξουν το όνομα τους σε Ίωνες από το γιο του Ξούθου, τον Ίωνα.
»Οι νησιώτες είχαν δώσει δεκαεπτά πλοία και ήταν και αυτοί οπλισμένοι όπως και οι Έλληνες. Και αυτοί αρχικά ήταν έθνος πελασγικό και έγιναν ιωνικό πολύ αργότερα, όπως ακριβώς και οι Ίωνες, που ίδρυσαν τη Δωδεκάπολη, που είχαν έλθει από την Αθήνα. Οι Αιολείς έδωσαν εξήντα πλοία και είχαν και αυτοί τον ίδιο οπλισμό με τους Έλληνες και παλαιότερα λέγονταν και αυτοί Πελασγοί, όπως αναφέρουν οι Έλληνες» (Ηρόδοτος, Ζ΄, 94-95).
Αλλά και ο αρχαίος ιστορικός, Θουκυδίδης, υποστηρίζει τα ίδια:
«Προ των Τρωικών δηλαδή δεν φαίνεται να επεχείρησε τίποτα ενωμένη η Ελλάς. φρονώ δε ότι δεν είχε ακόμη και το όνομα αυτό ολόκληρη η χώρα, αλλά προ των χρόνων του Έλληνα του υιού του Δευκαλίωνα δεν υπήρχε καθόλου η ονομασία αυτή και έδιναν στην χώρα κατά τόπους το όνομα τους οι διάφοροι λαοί, στα περισσότερα δε μέρη οι Πελασγοί. Όταν δε ο Έλληνας και τα παιδιά του έγιναν ισχυροί εις την Φθιώτιδα και τους προσκαλούσαν στις άλλες πόλεις ως βοηθούς, τότε πλέον και οι άλλοι λαοί, καθένας χωριστά, άρχισαν να ονομάζονται Έλληνες λόγω της συχνότερης συναναστροφής με αυτούς, αλλά το όνομα αυτό επί πολύ ασφαλώς χρόνο δεν είχε τη δύναμη να επικρατήσει σε όλους. Αποδεικνύει δε τούτο προ πάντων ο Όμηρος, διότι, αν και υπήρξε μεταγενέστερος και από τα Τρωικά ακόμη, πουθενά δεν μεταχειρίσθηκε το όνομα Έλληνες για όλους όσους εκστράτευσαν ούτε για άλλους, παρά μόνο για τους στρατιώτες του Αχιλλέα που είχαν έλθει από την Φθιώτιδα, οι οποίοι βεβαίως και ήταν οι πρώτοι Έλληνες…» (Θουκυδίδης, «Πελοποννησιακός πόλεμος», Α΄, 3).
Άκρως σημαντικές είναι και οι πληροφορίες που διασώζει ο Αριστοτέλης σχετικά με την μετεξέλιξη των πρώτων Ελλήνων μέσα από τα σπλάχνα των Πελασγών. Ο φιλόσοφος τοποθετεί την πρώτη κοιτίδα των Ελλήνων γύρω από τη Δωδώνη και τον Αχελώο ποταμό στην γη της Ηπείρου:
«ο αποκαλούμενος κατακλυσμός του Δευκαλίωνα και μάλιστα αυτός που έγινε στο χώρο της Ελλάδας και ειδικότερα στην Ελλάδα την αρχαία. Αυτή δε (η αρχαία Ελλάς), είναι η περιοχή γύρω από τη Δωδώνη και τον Αχελώο (ποταμό)» (Αριστοτέλης, «Μετεωρολογικά», Ι-352).
Η Δωδώνη όμως ήταν το πανάρχαιο πελασγικό ιερό κέντρο της λατρείας του πελασγικού Δία. Όπως είδαμε εξάλλου, ο ίδιος ο Όμηρος βάζει τον Έλληνα Αχιλλέα να επικαλείται τον Δωδωναίο πελασγικό Δία. Γιατί ένας Έλληνας ήρωας να επικαλείται τον ύψιστο θεό των Πελαγών αν και ο ίδιος δεν ήταν Πελασγός; Και γιατί ο Αριστοτέλης ταυτίζει την αρχαιότατη κοιτίδα των Ελλήνων με την ιερή Δωδώνη των Πελασγών αν και οι Έλληνες δεν ήταν Πελασγοί; Ο Θανάσης Μαργαρίτης αναφέρει σχετικά στηριζόμενος στις αρχαίες πηγές:
«Η Δωδώνη, σύμφωνα με τις πανάρχαιες παραδόσεις των Ελλήνων, βρισκόταν στο «μέσον» μιας εδαφικής περιοχής της Ηπείρου την οποία οι Πελασγοί, αρχαίοι κάτοικοι της, ονόμαζαν «Ελλοπίαν» (αρχαία ονομασία της σημερινής κοιλάδας των Ιωαννίνων ). Την Ελλοπία αρκετοί από τους αρχαίους μεταγενέστερους Έλληνες συγγραφείς θεωρούσαν σαν την «κοιτίδα» των Ελλήνων. (…) Και γράφει ακόμα ο Αριστοτέλης: «διότι κατοικούσαν εδώ οι Σελλοί και οι τότε ονομαζόμενοι Γραικοί τώρα δε Έλληνες» .
Αυτοί οι Πελασγοί ιερείς της Δωδώνης, οι Σελλοί, οι οποίοι λειτουργούσαν στο ιερό του Διός , θεωρούνται και ως οι γεννήτορες της έννοιας Έλλην που ξεπήδησε μέσα από τα προηγούμενα πελασγικά σπλάχνα και έδωσε νέα δυναμική, όραμα και μέλλον στους Πελασγούς που θα ονομάζονταν πλέον Έλληνες. Καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι όσοι Πελασγοί μετονομάστηκαν σε Έλληνες υιοθέτησαν ως κύριο θεό τους τον Δία ενώ όσοι παρέμειναν εκτός Ελληνισμού διατήρησαν σε αντιδιαστολή την πρωτόγονη λατρεία του Κρόνου και των Τιτάνων. Πολλοί θεωρούν ότι από αυτούς τους ιερείς του Δία προήλθε και το όνομα των Ελλήνων. Οι Σελλοί, όπως δέχονται οι γλωσσολόγοι, πρόφεραν το όνομα τους με τραχεία ορεσίβια προφορά αφαιρώντας το αρχικό «σίγμα» της λέξης και έτσι αντί «Σελλοί» έλεγαν «Ελλοί» . Αυτή η λέξη θεωρείται ότι έδωσε τους όρους «Ελλάς» και «Έλληνες», όπως και όλα τα παράγωγα τους :
«Όπως και τα υπόλοιπα, έχει χαθεί και το μαντείο στη Δωδώνη. Το μαντείο, κατά τον Έφορο, ιδρύθηκε από τους Πελασγούς. Οι Πελασγοί αναφέρονται ως οι αρχαιότατοι κυβερνήτες της Ελλάδας. ο ποιητής λέει:
«Δία, βασιλιά της Δωδώνης, των Πελασγών»
ενώ ο Ησίοδος:
«Πήγε στη δρυ της Δωδώνης, έδρα των Πελασγών»
(…) Αν τώρα πρέπει να τους λέμε Ελλούς, καθώς ο Πίνδαρος , ή Σελλούς, όπως υπονοούν ότι τους λέει ο Όμηρος, είναι αμφίβολο, καθώς η γραφή δεν επιτρέπει ασφάλεια στη γνώμη. Ο Φιλόχορος πάλι λέει ότι στη Δωδώνη, όπως και στην Εύβοια, ο γύρω τόπος λέγεται Ελλοπία. τα ίδια και ο Ησίοδος:
«Υπάρχει μία Ελλοπία, χώρα με καλά χωράφια και λιβάδια κι εδώ μια Δωδώνη πόλη είναι χτισμένη στην εσχατιά « (Στράβων, «Γεωγραφικά», Ζ΄, VI, 10).
Ωστόσο, οι παραδόσεις γύρω από τους Σελλούς φαίνεται ότι έρχονται σε αρμονία με τις αναφορές σχετικά με τον Έλληνα τον γιο του Δευκαλίωνα και γενάρχη των Ελλήνων. Ο Πλούταρχος σημειώνει πως μετά τον κατακλυσμό, «ο Δευκαλίων και η Πύρρα καθίδρυσαν το ιερό της Δωδώνης στον τόπο των Μολοσσών όπου ήρθαν να εγκατασταθούν» . Αυτό το σημαντικότατο στοιχείο αν συνδυαστεί με τις αναφορές του Αριστοτέλη ότι η αρχαία Ελλάδα ήταν η Δωδώνη και η περί του Αχελώου χώρα, και ότι ο πρώτος στρατός του γιου του Δευκαλίωνα, Έλληνα, αποτελούνταν από Κουρήτες και Λέλεγες, οι οποίοι Λέλεγες πάντα προς τον Αριστοτέλη κατοικούσαν αρχικά στην περιοχή του Αχελώου, καθώς και ότι ο πέτρινος λαός που δημιούργησαν ο Δευκαλίων και η Πύρρα μετά τον κατακλυσμό ήταν οι Λέλεγες , όλα αυτά τα στοιχεία μας συνθέτουν την εξής ξεκάθαρη εικόνα των γενεσιουργών γεγονότων που είχαν ως αποτέλεσμα τους Έλληνες:
Ο Δευκαλίων και η Πύρρα μετά τον κατακλυσμό συμβουλεύονται το μαντείο των Δελφών που τους δίνει εντολή να πετούν πίσω τους πέτρες. Οι πέτρες που πετά ο Δευκαλίων γίνονται άντρες εκείνες που πετά η Πύρρα γυναίκες. Στην ουσία όμως, όπως εξηγεί και ο Στράβων, μαζεύουν γύρω τους όσους επιζήσαντες Πελασγούς συναντούν, οι οποίοι ονομάζονται Λέλεγες επειδή αποτελούν σύνθεση πληθυσμού επιζησάντων από διάφορες προγενέστερες πελασγικές φυλές. Όλοι αυτοί κατευθύνονται προς την Ήπειρο, κατεβαίνοντας από τον Παρνασσό, και ιδρύουν τη Δωδώνη με τους Σελλούς ιερείς. Αργότερα, ο Έλλην συγκεντρώνει στρατό Λελέγων (δηλαδή στράτευμα που αποτελείται από τους επιζήσαντες που ακολούθησαν τους γονείς του) και από Πελασγούς Κουρήτες και εισβάλλει (επιστρέφει) στη Θεσσαλία, από όπου κατάγονταν και ο ίδιος. Ιδρύει την πόλη Ελλάς στη Φθία (στην περιοχή που βασίλευε ο πατέρας του πριν τον κατακλυσμό) και από τότε όσοι Πελασγοί ακολουθούν εκείνον ή τους απογόνους του θα ονομάζονται Έλληνες. Οπότε, μπορούμε να πούμε πως υπάρχουν δύο κοιτίδες των Ελλήνων. Η αρχαία Ελλάς που αναφέρει ο Αριστοτέλης και είναι στην Ήπειρο στην περιοχή της Δωδώνης και του Αχελώου, η Ελλοπία, όπου συγκεντρώθηκαν και βρήκαν καταφύγιο επιζήσαντες του κατακλυσμού υπό τον Δευκαλίωνα και η Θεσσαλία όπου εκεί για πρώτη φορά ένα μέρος των Πελασγών υπό τον Έλληνα θα πάρει το όνομα Έλληνες και θα καταγραφούν ως οι πρώτοι Έλληνες της ιστορίας.
Μέχρι και τα Τρωικά, οι κάτοικοι της Ελλάδας ήταν εθνικά Πελασγοί και επίσης άκουγαν σε Αχαιούς, Δαναούς, Αργείτες κλπ. Έλληνες ονομάζονται ακόμα εκείνη την εποχή μόνο οι κάτοικοι της Θεσσαλίας και της Στερεάς Ελλάδας . Σιγά, σιγά, και με την πάροδο των γενεών, όσοι απόγονοι Πελασγών ανήκαν στις φυλές (πρώην φατρίες) των Δωριέων, Ιώνων, Αιολέων και Αχαιών θα αποφασίσουν και θα αποδεχτούν ως κοινό τους εθνικό όνομα να αποκαλούνται Έλληνες, τιμής ένεκεν απόγονοι του Έλληνα.
Όσοι πάλι Πελασγοί δεν εντάχθηκαν στο νέο έθνος, και παρέμειναν απομονωμένοι σε ορεινές περιοχές της κυρίου Ελλάδας, όπως για παράδειγμα στην Αρκαδία, στην ορεινή Θράκη, και στην Ιλλυρία (Αλβανία), ανάλογα είτε συμμαχούσαν με τους ομόφυλους τους Έλληνες σε όλες τις περιπτώσεις, όπως οι Αρκάδες, είτε είχαν εχθρικές σχέσεις με τον πελασγικής καταγωγής Ελληνισμό όπως συνέβη με τους Ιλλυριούς.
ΠΗΓΗ:http://www.tsantiri.gr/